Τιμάνθης — masc acc pl (attic epic doric) Τιμάνθης masc nom/voc pl (doric aeolic) Τιμάνθης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμάνθει — Τιμάνθης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Τιμάνθεϊ , Τιμάνθης masc dat sg (epic ionic) Τιμάνθης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμάνθη — Τιμάνθης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Τιμάνθης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμάνθους — Τιμάνθης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek